Εκδηλώσεις

Published on April 7th, 2013 | by fileto

0

Οι πλημμύρες Καβάλας και Κομοτηνής ενέπνευσαν τον Μπόστ

Μια σημαντική έκθεση που οργανώνει το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ άνοιξε προχτές τις πύλες της στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς 138. Με τίτλο “Cherchez να φαμ!” και υπότιτλο «Ο Μποστ του Τύπου», η έκθεση είναι αφιερωμένη στο γελοιογραφικό έργο του Μέντη Μποσταντζόγλου, του αξέχαστου Μποστ.

Στην έκθεση παρουσιάζονται, ανάμεσα στα άλλα, 42 γελοιογραφίες, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο 1959-1966, που ήταν η χρυσή εποχή του Μποστ. Πολλοί θα διακρίνουν ομοιότητες ανάμεσα στη χώρα της μαμα-Ελλάς, του Πειναλέοντα και της Ανεργίτσας και στη σημερινή Ελλάδα, καθώς η λαίλαπα των μέτρων λιτότητας έχει σαρώσει εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών. Επειδή όμως  στον μισόν αιώνα που έχει περάσει αναπόφευκτα έχουν ξεχαστεί πρόσωπα και πράγματα, είναι απαραίτητος κάποιος υπομνηματισμός που να κατατοπίζει τους νεότερους και να φρεσκάρει τη μνήμη των παλαιότερων.

Για να πάρουν οι αναγνώστες της Αυγής μια γεύση από την έκθεση, παρουσιάζω μία από τις γελοιογραφίες που εκτίθενται· θα τη σχολιάσω κάπως αναλυτικά, για να φανεί το εύρος και ο πλούτος των μποστικών λογοπαιγνίων.

Το σκίτσο δημοσιεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου 1960 στην Ελευθερία, εγκαινιάζοντας τη γόνιμη συνεργασία του Μποστ με την εφημερίδα αυτή.  Τις μέρες εκείνες, ο Έλληνας υπουργός οικονομικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος επισκέπτεται τη Βόννη για να συζητήσει οικονομικά θέματα. Η Ελλάδα θέλει να πουλήσει περισσότερα καπνά, να συνάψει δάνεια, να συνδεθεί με την Κοινή Αγορά, να πάρει κάποιες αποζημιώσεις για τα θύματα του ναζισμού. Οι Γερμανοί κρατούν σφιχτά κλειστό το χέρι τους, όπως ομολογεί το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας: «Πενιχρά τα αποτελέσματα των συνομιλιών εις την Μπον. Δημιουργούνται νέοι, ουχί ευμενείς όροι. Ουδέν θετικόν δια τα θύματα του ναζισμού».

Ο Μποστ σχολιάζει την επίσκεψη, φτιάχνοντας μιαν έξοχη σύνθεση με αμέτρητα υπονοούμενα. Τα πολυπόθητα μάρκα δίνουν αφορμή για αλυσιδωτά λογοπαίγνια με τον Μάρκο Μπότσαρη, κι έτσι οι Γερμανοί παρομοιάζονται με τους Τούρκους πριν από το 1821, ο Λούντβιχ Έρχαρτ (ισόβιος υπουργός οικονομικών επί Αντενάουερ και στη συνέχεια, από το 1963 έως το 1967, καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας) φοράει φέσι και γούνες σαν τον Αλήπασα και αποκαλείται μπέης και πασιάς της Βόννης, η οποία είναι βέβαια Βιλαέτι.

Ο Κανελλόπουλος βαφτίζεται «Καπετάν Πάνος εκ Παλαιών Πατρών» (ήταν Πατρινός) και αποστέλλεται «εις Γερμανών» καβάλα στον Πήγασο, μια και ο Κανελλόπουλος ήταν και λογοτέχνης. Καθώς καλπάζει τ’ άλογο αφήνει πίσω του φύλλα χαρτί. Το πρώτο γράφει επάνω Σονέτα. Ο Κανελλόπουλος είχε πράγματι εκδώσει μια τέτοια ποιητική συλλογή, που είχε γίνει κοινός γελοιογραφικός τόπος, αφού όλοι σχεδόν οι γελοιογράφοι της εποχής τον παράσταιναν με τα σονέτα στο χέρι, σε ρολό ή σε βιβλία. Το άλλο χαρτί γράφει «Εγενήθην το 1402. Απεστάλην εις Βόνην το 1960» (υπαινιγμός στο μυθιστόρημα Γεννήθηκα στα 1402 του Κανελλόπουλου). Ο Πήγασος μεταφράζεται και στα τούρκικα Greek Hava Yolari – Τουρκ Χαβά Γιολαρί λέγονται οι τουρκικές αερογραμμές.

Το κείμενο κάτω από τον τίτλο έχει αναφορές σε Ελύτη ή Μακρυγιάννη (ότι έτζι ήθελεν σωθεί η πατρίς), τα μάρκα τα κρύβουν όχι σε θησαυροφυλάκιο αλλά σε «χανεσί», ενώ πλάι στον μιναρέ υπάρχει, αντί για την ημισέληνο, αγκυλωτός σταυρός, κάτι που σε νεότερες εποχές θα προκαλούσε από κατακραυγή έως διπλωματικό επεισόδιο.
Ακόμα και οι μικρές λεπτομέρειες αξίζουν προσοχή: κάτω στα τείχη, ο στρατιώτης με τη χατζάρα λέει «Έρδε Πάνο». Αυτό το έρδε είναι αρβανίτικο και θα πει «ήρθε», και μάλλον παραπέμπει στο «Έρδε Κώτσο», με το οποίο οι βασιλόφρονες των Μεσογείων χαιρέτισαν την επάνοδο του Κωνσταντινου. Επίσης, το Ζητούνι, από το οποίο φαίνεται να έρχεται ο Κανελλόπουλος (πινακίδα κάτω δεξιά), δεν είναι απλώς η παλιά ονομασία της Λαμίας επί Τουρκοκρατίας, αλλά παραπέμπει στη ζητιανιά.

Ο διάλογος είναι σχετικά σύντομος, όπως είναι λογικό για να κρατηθεί η ισορροπία σε τόσο φορτωμένο σκίτσο· ο Έρχαρτ παραφράζει το πασίγνωστο ποίημα του Βαλαωρίτη («Τ’ άλογο, τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη»), ενώ ο Κανελλόπουλος ζητιανεύει, όχι χωρίς τσαμπουκά, με αλλεπάλληλες γενικές πληθυντικού που μπερδεύονται με αιτιατικές ενικού (των Μάρκων – τον Μάρκον).

Το μαιανδρικό κείμενο στη μπορντούρα του σκίτσου, όπως συνήθιζε ο Μποστ, αναφέρεται σε θέματα που δεν θίγει το κυρίως σκίτσο: τις πλημμύρες που είχαν πλήξει τις μέρες εκείνες την Κομοτηνή και την Καβάλα, και μια μάντισσα, τη Λεϊλά, που είχε συλληφθεί από την αστυνομία· κατά διαβολική σύμπτωση, δεν ήταν ανατολίτισσα αλλά… Γερμανίδα και έδωσε στον Μποστ την ευκαιρία για το υπέροχο λογοπαίγνιο με τη «λεϊλασία». Και τι σημαίνει άραγε το καταληκτικό «θ’ απάγωμεν ψηλά»; Θα απαγάγουμε ψιλά ή θα πάμε ψηλά; Μα, ασφαλώς και τα δύο – όλα τα είχε λογαριάσει ο δαιμόνιος Μποστ!


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑