Άποψη - Γνώμη

Published on December 28th, 2017 | by fileto

0

Το χωριό μας είναι μακριά …για τον Αη Βασίλη

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΑΝΑΚΑΣ

Ο Άη Βασίλης στο χωριό του, ποτέ δεν έφτανε. Μέχρι την κωμόπολη, την πρωτεύουσα της επαρχίας τους έφτανε, που ήταν δέκα χιλιόμετρα μακριά, αλλά, και κει πάλι σε μερικά μόνο σπίτια προλάβαινε να πάει.
“Που να προφτάσει να πάει σε όλα τα σπίτια ….. γέρος άνθρωπος”, του έλεγε ο πατέρας του.
“Και το χωριό μας είναι…. μακριά”, συμπλήρωνε.
Τώρα, πως προλάβαινε κάθε χρόνο, από κει, από τα πέρατα του κόσμου που έρχονταν, από τα παγωμένα μέρη, πως προλάβαινε μόνο και πήγαινε πάντα στα ίδια τα σπίτια στη κωμόπολη, απορούσε. Αυτό το…..που πήγαινε πάντα στα ίδια σπίτια…..το μάθαινε από τους τυχερούς συμμαθητές του, μετά από τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τ’ Άη Γιαννιού που άνοιγαν τα σχολεία. Τότε, αυτοί οι τυχεροί, έρχονταν στο Σχολείο, με τα καινούργια ρούχα τους και τα λουστρίνια τα παπούτσια τους που τα αγόραζαν από εκείνο το μαγαζί που πουλούσε παπούτσια και που “Οχτώ” ήταν το όνομά του. Μετά μας έλεγαν και για τα άλλα δώρα και παιχνίδια, ποδήλατα, αεροπλανάκια, και άλλα, που τους είχε φέρει ο τεμπέλης ο Άη Βασίλης, που στο χωριό του δεν έρχονταν, γιατί μακριά λέει ήταν.
Ένα ποδήλατο ήθελε κι αυτός, αλλά, που….
Σαν όμως μεγάλωσε λίγο και άρχισε να καταλαβαίνει κι άλλα πράγματα που συνέβαιναν γύρω του, του λύθηκε η απορία που είχε γιατί μόνο σε μερικά σπίτια προλάβαινε να πάει ο Άη Βασίλης. Αυτό όμως που δεν καταλάβαινε ήταν, γιατί ο πατέρας του που ήταν ήδη μεγάλος, δεν το είχε καταλάβει και απορούσε κι εκείνος με τον Άη Βασίλη. Έτσι έλεγε.
“Απορώ κι εγώ γιατί πηγαίνει στα ίδια σπίτια πάντα”, έλεγε, αλλά αυτός άρχισε πια να μη τον πιστεύει, τον πατέρα του.
Πρώτα από όλα τα σπίτια, πήγαινε στο σπίτι του Κοσμά που ο πατέρας του είχε το “Γενικόν Εμπόριον”, μετά σε κεινού που είχε εκείνο το μπακάλικο, “Εδώδιμα Αποικιακά” το έλεγαν και που μετά άλλο όνομα του έδωσε. Σούπερμαρκετ το ονόμασε. Μετά πήγαινε σε αλλονών σπίτια που ήταν κι εκείνοι έμποροι, και άλλοι μερικοί καταστηματάρχες ήταν, και δήμαρχοι, και που ο πατέρας του, τους έλεγε “νοικοκυραίους”. Στο τέλος, με πολλά δώρα για τα τρία παιδιά του, πήγαινε και στο σπίτι αυτουνού που τον έλεγαν καπνέμπορα και που έρχονταν στο χωριό και αγόραζε τα καπνά τους.
“Κύριε Σωτήρη”, τον έλεγε ο πατέρας του και πολύ τον υπολήπτονταν.
Νύχτα, αργά πολύ πολλές φορές έρχονταν ο κύριος Σωτήρης στο χωριό, ή έστελνε έναν που μεσίτη τον έλεγαν, για να σπάσει τις τιμές και να τα πάρει φτηνά τα καπνά. Νύχτα. Καπνά πολλά είχαν στο χωριό τους αλλά και καλαμπόκια. Και για να πάρουν τα καπνά φτηνά, νύχτα έρχονταν, στα ξαφνικά, στον ύπνο να τους πιάσουν και ψέματα να τους πουν πως δήθεν θα πέσουν κι άλλο οι τιμές αν τώρα δεν τα δώσουν.
“Έσπασαν πάλι τις τιμές”, έλεγαν στο χωριό του στεναχωρημένοι οι άνθρωποι, όταν τη νύχτα χτυπούσε η καμπάνα τής απάνω εκκλησίας, γιατί είχε έρθει εκείνος ο ρουφιάνος – έτσι τον έλεγαν ο κόσμος – ο καπνέμπορας και οι άλλοι μέσα στην βαριά νυχτιά, για να ανοίξουν την αγορά των καπνών με σπασμένες τις τιμές. “Ήρθαν να σπάσουν τις τιμές”, έλεγαν αυτοί φοβισμένοι, και έτρεχαν στο καφενείο να προλάβουν να δώσουν τα καπνά τους, μη και κατεβάσουν κι άλλο τις τιμές, ο κύριος Σωτήρης και οι άλλοι. “Ο ρουφιάνος ο καπνέμπορας”, έτσι τον έλεγαν όταν δεν ήταν μπροστά ο κύριος Σωτήρης. Ρουφιάνο κι άλλα άσχημα τον φώναζαν, αλλά, μπροστά του, κύριε Σωτήρη τον έλεγαν, γιατί, μπορεί τα καπνά μερικών να μην τα έπαιρνε, και να τους φοβέριζε μετά και με πιο χαμηλή τιμή να τα δώσουν. Αλλά κι αυτοί οι άνθρωποι στο χωριό, τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν. Να αντιδράσουν, έλεγαν, δεν μπορούσαν.
“Δεμένα μας έχουν τα χέρια οι ρουφιάνοι, και η κυβέρνηση, δική τους”, έλεγαν ο κόσμος.
Αλλά ως εδώ γι αυτόν τώρα, γιατί τώρα πια, έγινε το θαύμα. Δεν τον ένοιαζε τώρα αυτόν τίποτα, ούτε ο ρουφιάνος ο καπνέμπορας και οι σπασμένες τιμές, ούτε η καμπάνα που χτυπούσε την νύχτα και τον ξυπνούσε και τον τρόμαζε, ούτε τίποτα. Αυτός τώρα πετούσε από την χαρά του. Ήρθε η ώρα κι αυτουνού, η ώρα για να πάρει κι αυτός το δώρο του από τον Άη Βασίλη.
“Χρόνια πολλά πατέρα”, είπε στον πατέρα του όταν άλλαξε η χρονιά, “Καλή χρονιά”.
Εκείνος τον φίλησε και: “Ήρθε ο Άη Βασίλης και για σένα γιε μου”, του είπε.
“Ποδήλατο, ποδήλατο;” ούρλιαξε από χαρά.
Τρέλα τον έπιασε.
“Όχι……καλύτερο δώρο. Μεθαύριο φεύγουμε για την Αθήνα με το φορτηγό του κυρ- Κώστα για να πουλήσουμε το καλαμπόκι.”
Ξέχασε καπνέμπορους και καπνά, σουπερμάρκετ και νοικοκυραίους, ξέχασε Κοσμάδες και ποδήλατο, και την καμπάνα που τον τρόμαζε και τον ξυπνούσε τη νύχτα ξέχασε, ακόμα και την μάνα του ξέχασε που τις τελευταίες μέρες είχε ιλίγγους και πολύ στεναχωριόνταν για αυτό, γιατί πολύ την αγαπούσε την μάνα του.
Όλα τα ξέχασε γιατί, στην Αθήνα θα πήγαινε.
“Στας Αθήνας”, που έλεγε και ο παππούς του, λες και ήταν πολλές.
“Στην Αθήνα ρε παππού, στην Αθήνα, μία είναι.”
“Σώπαινε συ, δεν ηξεύρεις, στας Αθήνας είναι το ορθόν.” Έτσι ακαταλαβίστικα μιλούσε ο παππούς του.
Στην Αθήνα…στα Αθήνας…. καμιά διαφορά. Δεν του χαλά χατήρι του παππού του γιατί πολύ κι αυτόν τον αγαπά.
Ακούτε όμως εσείς;
Θα πήγαινε στην πρωτεύουσα, στην Αθήνα, όχι στην θλιβερή πρωτεύουσα της επαρχίας τους.
Στην Αθήνα.
Το καταλαβαίνετε;
Τώρα θα δει ο Κοσμάς και οι άλλοι.
Τον τελευταίο καιρό ο πατέρας του αγόραζε καλαμπόκι από τα γύρω χωριά, το φόρτωνε στο φορτηγό τού κυρ – Κώστα και το πήγαινε στην Αθήνα, στην αγορά, και το πουλούσε. Έγινε κι αυτός επιτέλους, έμπορος. Όνειρό του ήταν. Θα γινόταν κι αυτός νοικοκύρης και θα έφερνε τον Άη Βασίλη και στο χωριό του έλεγε. Με το ταξί θα τον έφερνε. Με κείνο το ταξί που στις πόρτες του έγραφε “Αγοραίον” θα τον έφερνε. Ποτέ δεν κατάλαβε αυτή τη λέξη. Σάμπως αγόρι να το οδηγούσε ή επειδή το αγόρασε αυτός που την κούρσα οδηγούσε; Φίλος τού πατέρα του ήταν ο ταξιτζής. Ταξιτζή τον έλεγαν τον οδηγό γιατί την κούρσα και ταξί πολλοί την έλεγαν. Με ταξί θα τον έφερνε τον Άγιο τον Βασίλη και έτσι δεν θα αργούσε με το έλκηθρο. Έτσι του έλεγε ο πατέρας του, “με ταξί” του έλεγε, αλλά αυτός ήξερε ότι ο ταξιτζής ήταν πολύ αργός και γι αυτό όλοι στο χωριό “100” τον έλεγαν και τον κορόιδευαν κιόλας, γιατί στο χωριό του όλοι κορόιδευαν όλους, με κάτι ονόματα που παρατσούκλια τα έλεγαν. Και επίσης ήξερε πολύ καλά ότι ο Άη Βασίλης πετούσε πολύ πιο γρήγορα με το έλκηθρό του, που το έσερναν κάτι μεγάλα ζώα σαν αγελάδες, που τάραντες τους έλεγαν. Αυτό το είχε δει σε μια καρποστάλ που είχε στείλει στον παππού του, η θεία Μαίρη με τον θείο Λάκη από την Αθήνα, και έλεγε: “Σεβαστοί και αγαπημένοι μας θείε και θεία. Χρόνια πολλά και καλή χρονιά. Θερμούς χαιρετισμούς και ευχές στα ξαδέλφια μας, και πολλά γλυκά φιλιά στα αγαπημένα ανήψια μας”.
“Εγώ είμαι το ανήψι τους”, είπε στον παππού του αυτός, όταν εκείνος του διάβασε την καρποστάλ και πολύ χάρηκε.
Είχε και πολλά φώτα και χιόνια η καρποστάλ.
Πώς θα έρχονταν λοιπόν πιο γρήγορα ο Άη Βασίλης με το ταξί; Δεν το καταλάβαινε αυτό, αλλά πάλι κάτι θα ήξερε ο πατέρας του παραπάνω. Αλλά τι τον νοιάζει τώρα αυτόν. Στην Αθήνα θα πάει. Μήνες τώρα παρακαλούσε τον πατέρα του να τον πάρει μαζί του. Να δει και κείνα τα ξαδέλφια του που Χρήστο και Ελένη τα έλεγαν. Τα παιδιά της θείας Μαίρης και του θείου Λάκη ήταν και ποτέ του δεν τα είχε γνωρίσει.
“Καλά”, έλεγε ο πατέρας του, “θα σε πάρω καμιά φορά”. Αλλά το καλά και η καμιά φορά ποτέ δεν έρχονταν και το καμιά φορά, καμία ήταν. Πέρασε όμως πολύς καιρός έκανε υπομονή και να που η άλλη φορά ήρθε. Ήρθε η άλλη φορά, κι έφτασε κι η ώρα να πάει το ονειρεμένο ταξίδι του παρ’ όλο όμως που πάλι κάτι δεν καταλάβαινε. Πώς κουβαλούσε μέσα στο τσουβάλι με τα δώρα ο Άη Βασίλης το ταξίδι, δεν το καταλάβαινε.
Τι ήταν το ταξίδι και το κουβαλούσε στο τσουβάλι με τα δώρα; Πράγμα ήταν;
Δεν βαριέσαι όμως που έλεγε συνέχεια και η θεία η Βανθία, η γειτόνισσα. Πολλά τέτοια έλεγε η θεία Βανθία και δεν τα καταλάβαινε. Αυτός πολλές φορές βαριόταν, για αυτό πήγαινε στο σπίτι τους και τον έπαιζαν τα παιδιά τής θείας Βανθίας, που ήταν και πολλά κι έτσι δεν βαριόταν. Γι αυτό έλεγε η θεία Βανθία μάλλον το δεν βαριέσαι. Και ύστερα το έλεγε κι αυτός. Δεν βαριέσαι λοιπόν που έλεγε, και θεία Βανθία, σημασία έχει το ταξίδι. Ούτε που τον ένοιαζε πως το κουβαλούσε το ταξίδι στο τσουβάλι του ο Άη Βασίλης.
Όλη την νύχτα την παραμονή που την άλλη μέρα θα έφευγαν έμεινε ξάγρυπνος ο Μιχαλάκης περιμένοντας, πότε θα ξημερώσει ο καλός Θεούλης την καινούργια μέρα, για να κάνει το μεγάλο, το ονειρεμένο ταξίδι του στην Αθήνα.
Ξημερώματα για λίγο έκλεισαν τα μάτια του αλλά αμέσως τα ξανάνοιξε.
Με μάτια ανοιχτά άρχιζε το όνειρο τού Μιχαλάκη. Αυτό είναι το καλύτερο όνειρο. Αυτό που το βλέπουμε ξυπνητοί. Όταν μεγάλωσε το κατάλαβε αυτό ο Μιχαλάκης. Καλά το κατάλαβε.
<<Άρχισε πια να χαράζει για τα καλά.Τα αστέρια αβασίλευτα λαμπίριζαν απάνω στον καταγάλανο χειμωνιάτικο ουρανό που άρχισε να ροδίζει σιγά σιγά από την μεριά τής Ανατολής του Ήλιου, απάνω από το κάστρο.
Δυο άστρα αβασίλευτα σε κατακόκκινο φόντο από την αϋπνία και τα καταγάλανα μάτια τού Μιχαλάκη που τινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο όταν άκουσε τον πατέρα του να ανάβει την σόμπα.
Σηκώθηκε κι η μάνα του, λίγο τραχανά για πρωινό μερικά κουλουράκια και ένα τουρβαδάκι με φαγιά για τον δρόμο και έτοιμοι για αναχώρηση.>>
Χαιρέτησε την μητέρα του και σαν να δάκρυσε λίγο εκείνη αλλά κι αυτός όμως δάκρυσε λίγο. Ύστερα πήραν τον κατήφορο. Εκεί στο πλάτωμα κοντά στο σχολείο ήταν φορτωμένο το φορτηγό.
Ο κυρ Κώστας τράβηξε τον λεβιέ της μίζας και το φορτηγό πήρε μπροστά.
Άναψε τα φώτα του και το όνειρο ξεκίνησε.
Σε ευχαριστώ πολύ Άη Βασίλη….
Σε αγαπάω πολύ Άη Βασίλη….
κι ας τόσα χρόνια δεν ερχόσουν….
Δεκέμβριος 2017


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑