Lifestyle

Published on May 29th, 2018 | by fileto

0

Τζον Πολ Ντετζόρια: Ο γιος της Καβαλιώτισσας

Λένε πως δεν πνίγεσαι αν πέσεις στο νερό, αλλά πνίγεσαι αν δεν κολυμπήσεις και μείνεις εκεί. Λένε ακόμη πως σημασία δεν έχει πόσες φορές θα πέσεις, αλλά όλες εκείνες που θα σηκωθείς και θα σταθείς ξανά. Λένε πως το να ηττηθείς είναι συχνά μια προσωρινή κατάσταση, ενώ το να τα παρατάς είναι αυτό που την κάνει μόνιμη! Λένε πολλά για την επιτυχία οι άνθρωποι, για τον αγώνα της επιβίωσης, για την καλή τύχη κάποιες φορές.

Στην περίπτωση του Τζον Πολ Ντετζόρια, τον γιο μιας μετανάστριας από την Καβάλα στις ΗΠΑ και ενός ωραίου Ιταλού, που εξαφανίστηκε απ τη ζωή του παιδιού του, αμέσως, οι μοίρες δε στάθηκαν καλές στην αρχή του.

Εκείνος όμως, συμφιλιώθηκε με τη Λάχεση, το παρελθόν του, έπιασε απ το λαιμό -ή καλύτερα απ τα μαλλιά, μιας και πλούτισε από προϊόντα για αυτά,  την Κλωθώ, που γνέθει το νήμα της ζωής της τώρα και απλά έχει πια καλοπιάσει την παντοδύναμη Άτροπο, να κοπιάσει όποτε θέλει!

Αυτός ο πάμπλουτος, σήμερα επιχειρηματίας, με τα καταγάλανα – ηλεκτρικά επίμονα μάτια, κατέχει την εταιρία «John Paul Mitchell Systems», η οποία παρασκευάζει προϊόντα για τον καλλωπισμό των μαλλιών και βρίσκεται στη θέση 595 με περιουσία 2,9 δις. Κι όμως η ζωή του, ήταν μια σειρά από πίκρες και αποκλεισμούς. Και την άλλαξε! Ο Τζον Πολ Ντετζόρια γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1944 στο Λος Άντζελες. Οι νέοι και ωραίοι γονείς του, θα χωρίσουν όταν εκείνος ήταν μόλις 2 ετών και δεν θα ξαναδεί τον πατέρα του ποτέ. Στα 9 του, άρχισε να πουλά χριστουγεννιάτικες κάρτες και εφημερίδες μαζί με τον αδερφό του για να στηρίξουν οικονομικά τη μάνα τους, που δεν τα έβγαζε πέρα, όσο κι αν δούλευε και προσπαθούσε. Τελικά, κάποια στιγμή, νικημένη απ’ το να βρίσκεται έρμαιο στο έλεος της μέρας της, έδωσε τα δύο αγόρια της σε ανάδοχη οικογένεια.

 

Ο πεταμένος που αναστήθηκε!

Ο Ιωάννης – Παύλος, θα ζήσει άγρια εφηβεία! Το Λος Αντζελες, χωρισμένο σε κόσμους, στους πλούσιους, στους πολύ πλούσιους, στους αμύθητα πλούσιους και στο περιθώριο του χρήματος. Σ’ αυτό κινείται το νεαρό αγόρι. Δίπλα στα πολυτελή αυτοκίνητα, στις πρεμιέρες, στου δρόμους με του φοίνικες και στις επαύλεις, τις φρουρούμενες σαν πρεσβείες, εκείνος, είναι μέλος μια συμμορίας, στα Ανατολικά.

Η λουσάτη πόλη έχει ιστορία στη κυριαρχία των αιματηρών συμμοριών, που προσεγγίζουν φτωχούς εφήβους και τους «εκπαιδεύουν» στην βία. Τα νέα μέλη θα πρέπει να υποστούν ξυλοδαρμό από την υπόλοιπη συμμορία, ενώ, για να αποδείξουν την πίστη τους, θα πρέπει να ληστέψουν ή ακόμα και να δολοφονήσουν κάποιον μέχρι κάποιο χρονικό όριο. Όσοι εκφράσουν την επιθυμία τους να αποχωρήσουν από την συμμορία συχνά εκτελούνται από τα υπόλοιπα μέλη.

Κώδικες τιμής, συμβολικοί χαιρετισμοί, ιεραρχία, τατουάζ που μαρτυρούν τη πίστη και την θέση και τα εγκλήματά. Ο έφηβος μια μέρα, θα ακούσει σοβαρά έναν καθηγητή μαθηματικό να τον απαξιώνει με μια εικόνα για το μέλλον του, που ζωγραφίζεται παράνομο και αιματοβαμμένο. «Δεν θα πετύχεις σε τίποτα στη ζωή σου, σε τίποτα». Η φράση τον στοιχειώνει. Τελικά τελειώνει το σχολείο και το 1962 κατατάχθηκε στο Αμερικανικό Ναυτικό.

Δυο χρόνια υπακούει, γυμνάζεται, πειθαρχεί. Και μετά; Κάνει κάθε δουλειά που μπορεί για για να επιβιώσει στο περιθώριο της μεγάλης ευημερίας στην μητρόπολη του πλανήτη. Μένει άστεγος. Οι δρόμοι! Η νύχτα! Η επιβίωση! Συλλέγει μπουκάλια, τα πουλάει, ζει! Και επιμένει.

Δεκαετίες αργότερα και μυθικά πλούσιος θυμάται εκείνα τα χρόνια. «Η πιο δύσκολη από τις δουλειές που έκανα στο παρελθόν ήταν η πώληση εγκυκλοπαιδειών», θυμάται σε μια επίσκεψη του στην Ελλάδα, «εμφανιζόμουν στα σπίτια χωρίς ραντεβού, χτυπούσα πόρτες και περίμενα κάποιος να δεχθεί να δει την παρουσίασή μου. Δεν υπήρχε μισθός σε αυτή τη δουλειά. Τα μόνα έσοδα ήταν η προμήθεια από τις πωλήσεις. Άλλοι πωλητές άντεχαν λίγο, εγώ το έκανα για τρία χρόνια».

Κάποτε, πιάνει δουλειά σε νέα μεγάλο εργαστήριο για προϊόντα φροντίδας μαλλιών, στη Redken. Είναι 1980 και έχει δουλέψει, ήδη, ως βενζίνας, υπάλληλος σε στεγνοκαθαριστήριο, πωλητής κάθε είδους. Είχε πια, συλλέξει πολύτιμη εμπειρία από το εργασιακό πέρασμά του στο μάρκετινγκ προϊόντων για τον καλλωπισμό μαλλιών. Έχει σχεδιάσει μια φόρμουλα που θεωρούσε ότι μπορούσε να καλύψει κενά στην αγορά. Έχει βρει και επενδυτή, που θα του έδινε 500.000 δολάρια!

Σίγουρος για το καινοτόμο προϊόν και για τη καλή –επιτέλους!- μοίρα του, αφήνει στην πρώην σύζυγό του το καλό του αυτοκίνητο, το σπίτι και τις οικονομίες του. Τα χρήματα του επενδυτή δεν δίνονται! Δεν έχει τίποτα! Τα όνειρα συντρίβονται! Κι όμως! Δεν υπάρχουν περιθώρια για ήττα.

Ζητάει δανικά 350 δολάρια από τη μητέρα του, που του εμπιστεύεται ότι είχε και δεν είχε. Ντρέπεται να γυρίσει στο σπίτι της και να κοιμηθεί στο παιδικό του δωμάτιο. Προτιμά να ζήσει, άστεγος ξανά, στο πίσω κάθισμα του παλιού του αυτοκινήτου. Τρώει όλα τη μέρα, ένα πρωινό αξίας 99 σεντς, σε εστιατόρια για φορτηγατζήδες.

 

Και φτιάχνει την εταιρεία του

Για 16 δολάρια νοίκιασε για ένα χρόνο ταχυδρομική θυρίδα στην επωνυμία της εταιρείας. Για 49 δολάρια αγόρασε τηλεφωνητή και τοποθέτησε το μηχάνημα στο σπίτι φίλου του. Ηχογράφησε, κιόλας, μια Αγγλίδα γνωστή του για να ακούγεται το μήνυμα με βρετανική προφορά και να προσδίδει ευρωπαϊκό, εξωτικό αέρα στην εταιρεία! Πλήρωσε 700 δολάρια τους γραφίστες για να φτιάξουν το λογότυπο και εξασφάλισε ως δείγμα 10.000 μπουκάλια των νέων προϊόντων τα οποία θα ξεχρέωνε αργότερα. Κάνοντας τα αδύνατα δυνατά, μιλώντας ατέλειωτα, πείθει αγοραστές και κλείνει τις πρώτες συμφωνίες του.

Δουλεύει νύχτα και μέρα. «Κάθε ημέρα για τα επόμενα δύο χρόνια θα μπορούσα να είχα κλείσει την επιχείρηση. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να πληρώσω τους λογαριασμούς στην ώρα τους» θυμάται. Αλλά η εταιρεία John Paul Mitchell Systems μαζί με τον κομμωτή Paul Mitchell είναι γεγονός και το επαναστατικό σύστημα μαλλιών με τρία προϊόντα , πρώτο σαμπουάν, δεύτερο σαμπουάν και κοντίσιονερ είναι γεγονός. «Φυσικά και υπήρχαν στιγμές που φοβήθηκα ή είχα αμφιβολίες. Αλλά κατάφερα να τις ξεπεράσω», λέει και θυμάται μία από τις δύσκολες μέρες του. Η εταιρεία John Paul Mitchell Systems μετρούσε μόλις μερικούς μήνες λειτουργίας και ο Ντετζόρια προσπαθούσε να προωθήσει μαζί με έναν πωλητή τα προϊόντα καλλωπισμού σε κομμωτήρια της Ατλάντα.

«Μέχρι το μεσημέρι είχαμε μαζέψει μόλις 47 δολάρια από τις πωλήσεις. Η συγκομιδή μας ήταν φτωχή. Ήταν μια ζεστή μέρα, καθίσαμε να φάμε και να πιούμε μια μπίρα. Τότε καταλάβαμε όμως ότι δεν έπρεπε να σταματήσουμε. Αφήσαμε το ποτό στη μέση και συνεχίσαμε. Μέχρι το βράδυ είχαμε συγκεντρώσει 500 δολάρια», λέει «είναι εύκολο να κατηγορείς τους άλλους και να τα παρατάς, αλλά πρέπει να συνεχίσεις, να επιμείνεις». Έτσι κάπως, με σκληρή δουλειά και αγώνα, το όνειρό έγινε πραγματικότητα και η εταιρία παράγει πάνω από 100 προϊόντα και είδη κομμωτικής σε πάνω από 80 χώρες παγκοσμίως.

Το 1989 ο συνέταιρος του Paul Mitchell πέθανε και την θέση του ως συνιδιοκτήτης έλαβε ο γιος του Άνγκους. Ο ίδιος, απλώνεται και σε άλλα προϊόντα, όπως η τεκίλα Patron. Λέει, πως σε κάθε παρουσίαση του προϊόντος σε επίδοξους αγοραστές κρατούσε το μπουκάλι με προσοχή, σαν να μεταχειρίζεται ένα πολύτιμο αντικείμενο. Ακόμη έβγαζε από την τσέπη του ένα κομμάτι βελούδινου υφάσματος, το άπλωνε στο τραπέζι και πάνω σε αυτό τοποθετούσε το μπουκάλι. Η εταιρία Patrón Spirits πουλά, πια, περισσότερα από 2 εκατομμύρια κιβώτια τεκίλα τον χρόνο. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της αλυσίδας νυχτερινών μαγαζιών House of Blues, τα οποία πωλήθηκαν προς 350 εκατομμύρια δολάρια το 2006. Έχει μερίσματα στις εταιρίες Pyrat Rum, Ultimat Vodka, Solar Utility, Sun King Solar, Touchstone Natural Gas, Three Star Energy, Diamond Audio, μια αντιπροσωπία Harley Davidson dealership, μια εταιρία διαμαντιών (DeJoria), και την εταιρία κινητής τεχνολογίας ROK AMERICAS, την John Paul Pet, η οποία περιποιείται ζώα και άλλες.

 

Το ελληνικό αίμα είναι δυνατό!

Σαν παιδί Ελληνίδας, όχι μόνο ξεπλήρωσε το δάνειο του, αλλά πρόλαβε να της προσφέρει όσα η ζωή της είχε στερήσει. Σπίτι, ρούχα, αυτοκίνητα, ξεκούραση και πάντα γεμάτο ψυγείο. Για τον ίδιο, η μεγαλύτερη πολυτέλεια που δεν στερεί από τον εαυτό του είναι το προσωπικό του τζετ, αλλά δεν ξεχνά το πόσο ο κόσμος περιθωριοποιεί αυτόν που δεν έχει καλή μοίρα.

Έτσι, μαζί με τον Μπραντ Πιτ, τον Ρίτσαρντ Μπρανσον και τον Νέλσον Μαντέλα, είναι ιδρυτής του «Mineseeker», ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που αναζητεί λύσεις για το παγκόσμιο πρόβλημα των ναρκών. Το 2009 δώρισε 150 χιλιάδες δολάρια για να ξεκινήσει το «Grow Appalachia», έναν οργανισμό που μαθαίνει στους ανθρώπους σε φτωχές περιοχές, κυρίως στο Κεντάκι, να καλλιεργούν, να μαγειρεύουν και να συντηρούν τα λαχανικά τους.

Έχει λάβει πολλούς επαίνους για το φιλανθρωπικό του έργο, ανάμεσα στα οποία και ο ορισμός του ως μέλος εφ’ όρου ζωής στον Σύλλογο Horatio Alger Διακεκριμένων Αμερικανών για να τιμήσουν το ταξίδι του προς την επιτυχία. Ο γιος του Ιταλού τον οποίο ποτέ δεν γνώρισε και της Ελληνίδας μετανάστριας από την Καβάλα, ο δισεκατομμυριούχος που κάποτε ήταν άστεγος, βλέπει πια τη ζωή του να γίνεται ταινία στο Χόλυγουντ και περιμένει να δει στην πρώτη προβολή της, πριν τις κινηματογραφικές αίθουσες του κόσμου. Έρχεται στην Ελλάδα, μιλά δημοσιά, δίνει συνεντεύξεις. «Το κοιτάζω! Θέλω να κάνω κάτι στην Ελλάδα», είπε πρόσφατα… Και αυτός, ό,τι λέει, το κάνει, όπως δείχνει η ιστορία του…


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑