Τοπικές ΑΜ-Θ

Published on June 1st, 2023 | by fileto

0

Η Βουλγαρική Κατοχή στην Αν. Μακεδονία – Θράκη

Ο ρόλος της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Σύντομη Επισκόπηση (Μέρος Β)

Της Άννας Μπατζέλη*

Ο Νόμος «περί υπηκοότητας στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές»

Με την έναρξη των εργασιών της εκκλησιαστικής διοίκησης στις νεοσυσταθείσες Μητροπόλεις, το ζήτημα της στελέχωσης των θρησκευτικών ναών και των μητροπολιτικών υπηρεσιών με άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό, το οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει στην ομαλή μετάβαση στο βουλγαρικό πρότυπο και στην επιτάχυνση της εκκλησιαστικής αφομοίωσης, επανερχόταν σταθερά στην ημερήσια διάταξη.

Ο Μητροπολίτης Στρώμνιτσας-Δράμας, Βόρις, λ.χ., απέστειλε επιστολή στον ομόλογό του Μητροπολίτη Αχρίδας-Μοναστηρίου, Φιλάρετο, ζητώντας του να συνδράμει στην προσπάθεια του να καλύψει τις ανάγκες της Ιεράς Μητρόπολης σε ανθρώπινο δυναμικό, προτείνοντας «έμπιστα πρόσωπα», όπως ψάλτες, γραμματείς κλ. π., που «θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εθνικο-εκκλησιαστική προσαρμογή των προσφάτως απελευθερωθέντων εδαφών».[1]

Με δεδομένο τον ρόλο και την επιρροή που μπορούσαν να ασκήσουν οι ιερωμένοι στο ποίμνιο τους, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το ζήτημα της στελέχωσης των εκκλησιαστικών ναών με «έμπιστα πρόσωπα» παρέμεινε σταθερά στην ατζέντα των τοπικών και κεντρικών συνελεύσεων.

Οι σχετικές διεργασίες υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες κατά την περίοδο σύνταξης και έγκρισης του Νόμου «περί υπηκοότητας στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές» τον Ιούνιο του 1942, τον οποίο ακολούθησε η έκδοση ειδικής εγκυκλίου από την Ιερά Σύνοδο.

Ειδικότερα, ο Νόμος «περί υπηκοότητας στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές» όριζε ότι οι Γιουγκοσλάβοι και οι Έλληνες υπήκοοι που ήθελαν να παραμείνουν στα υπό βουλγαρική διοίκηση εδάφη, όφειλαν να αιτηθούν χορήγησης βουλγαρικής υπηκοότητας, διαφορετικά έπρεπε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύουν εκτός των ορίων της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής.[2]

Αναπόδραστα, ο νόμος αυτός οδήγησε στην αναγκαστική μετανάστευση στις υπό γερμανικής ή ιταλικής Κατοχής περιοχές χιλιάδες Γιουγκοσλάβους και Έλληνες υπηκόους.[3]

Στις 12 Ιούνιου του 1942, η Ιερά Σύνοδος εκδίδει ειδική εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες και οι λοιποί ιερείς αλλοδαπής υπηκοότητας (ως επί το πλείστον ρωσικής), μπορούσαν να λειτουργούν στις κατά τόπους ενορίες, αφού προηγουμένως κατέθεταν αίτηση αποδοχής της βουλγαρικής υπηκοότητας.

Έπειτα, ως Βούλγαροι πλέον ιερείς θα μπορούσαν να ιερουργούν στην βουλγαρική γλώσσα και σύμφωνα με το πρότυπο της Βουλγαρικής Εξαρχίας.

Η εγκύκλιος όριζε ακόμη με ενάργεια τις ειδικές προϋποθέσεις που όφειλαν να πληρούν οι μη Βούλγαροι ιερείς για να λάβουν βουλγαρική υπηκοότητα, καθώς και ζητήματα μισθολογικού ενδιαφέροντος.

Είναι ενδεικτικό το ακόλουθο απόσπασμα: «Όλοι οι Γιουγκοσλάβοι και οι Έλληνες ιερείς που έχουν ως μόνιμο τόπο κατοικίας τους τις προσφάτως απελευθερωθείσες επαρχίες, πληρούν τις προϋποθέσεις και έχουν λάβει βουλγαρική υπηκοότητα, μπορούν να αναλάβουν εκ νέου υπηρεσία στην ενορία τους.

Οι ενδιαφερόμενοι ιερείς πρέπει να καταθέσουν στις εκκλησιαστικές και κρατικές αρχές ενυπόγραφη δήλωση ενδιαφέροντος, όπου θα βεβαιώνουν ότι επιθυμούν με ειλικρίνεια, πίστη και αφοσίωση να υπηρετήσουν το κράτος και την εκκλησία».[4]

Αναμφίβολα, με τον νόμο «περί υπηκοότητας στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές», ο Βούλγαρος πρωθυπουργός, Φίλωφ, προσδοκούσε στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας του για εδραίωση του προσωρινού, κατά την ημερομηνία ψήφισης του νόμου, status quo στην Μακεδονία και την Θράκη.

Επιπλέον, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών που επέφερε ο νέος νόμος, ενίσχυσε τις κυβερνητικές προσπάθειες εκ-βουλγαροποίησης της περιοχής.

Επιστρέφοντας στα εκκλησιαστικά ζητήματα, εκτός από το ζήτημα της στελέχωσης των κατά τόπους ενοριών, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκκλησιαστικοί ιεράρχες των νεοσύστατων Μητροπόλεων με την ανάληψη των καθηκόντων τους, προέβησαν και στην καταγραφή της περιουσίας τους (ναοί, ιερά σκεύη, εκκλησιαστικά βιβλία κλ. π.).[5]

Αρκετές μελέτες (τόσο ελληνικές, όσο και γιουγκοσλαβικές) αναφέρονται στην αντικατάσταση των εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων με βουλγαρικά, στην σύληση κινητών κειμηλίων και στην μεταφορά εκκλησιαστικών αντικειμένων αξίας, όπως θρησκευτικών εικόνων, στις «παλιές επαρχίες» της Βουλγαρίας.[6]

Ταυτόχρονα με την καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας των κατεχόμενων εδαφών, έγινε η καταγραφή των καθολικών εκκλησιών, βάσει σχετικής οδηγίας του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων και Θρησκευμάτων προς την ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας της Βουλγαρίας.[7]

Η πρώτη κοινή Ιερά Σύνοδος Μητροπολιτών των «παλαιών και νέων» επαρχιών

Λίγες μόλις μέρες μετά την σύνταξη της έκθεσης καταγραφής των καθολικών εκκλησιών, και συγκεκριμένα στις 30 Μαΐου 1941, πραγματοποιήθηκε η πρώτη κοινή Ιερά Σύνοδος Μητροπολιτών των «παλαιών και νέων» επαρχιών στην Σόφια, η οποία ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουνίου 1941.

Κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, εύλογα δόθηκε έμφαση στα ζητήματα των νεοϊδρυθεισών Ιερών Μητροπόλεων Αχρίδας-Μοναστηρίου και Σκοπίων-Βέλες (τα ζητήματα των λοιπών νεοσυσταθεισών Μητροπόλεων εξετάστηκαν σε χωριστή Σύνοδο, που έλαβε χώρα μεταξύ 4ης και 17ης Ιουνίου 1941, όπως θα δούμε παρακάτω). Έκαστος Μητροπολίτης αναφέρθηκε σε καθαρά κανονιστικά και εκκλησιαστικά θέματα, όπως και σε ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος.

Ο Μητροπολίτης Αχρίδας-Μοναστηρίου, Φιλάρετος, για παράδειγμα, μίλησε εκτεταμένα για το μείζων πρόβλημα της έλλειψης βασικών αγαθών στο Μοναστήρι, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα αρκετά καταστήματα ελλείψει προϊόντων να παραμένουν κλειστά.

«Στο Μοναστήρι το εμπόριο και οι οικονομικές συναλλαγές έχουν νεκρώσει», δήλωσε χαρακτηριστικά. Επρόκειτο για μια κατάσταση, η οποία οξυνόταν από την επίταξη προϊόντων αξίας από τους Γερμανούς σε τακτική βάση και την ακρίβεια (ένα κιλό καλαμπόκι π. χ. έφτανε να στοιχίζει 15-20 δηνάρια).

Μάλιστα, «οι Γερμανοί επιτάξανε και αντικείμενα τα οποία προορίζονταν για την Μητρόπολη.

Τα αντικείμενα αυτά δεν έφεραν ξεκάθαρους τίτλους ιδιοκτησίας», οπότε και ο Μητροπολίτης Φιλάρετος δεν ήταν σε θέση να τα επαναδιεκδικήσει.[8]

Σχετικά με τα καθαρά εκκλησιαστικά ζητήματα, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος ενημέρωσε τα μέλη της Ιεράς Συνόδου ότι η πρώτη εκκλησιαστική λειτουργία στην «προσφάτως απελευθερωθείσα» Αχρίδα έλαβε χώρα ανήμερα της εορτής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, στον ιερό ναό του Αγίου Κλήμη.

Ευχάριστη διαπίστωση αποτέλεσε για τα μέλη της Εξαρχίας το γεγονός ότι τα θρησκευτικά και βουλγαρικά αισθήματα του πληθυσμού, «παρέμεναν ακμαία», διότι «οι Σέρβοι δεν κατόρθωσαν να επιφέρουν καμία αλλοίωση στην ψυχή και στην γλώσσα των κατοίκων της Αχρίδας».[9]

Από τις δηλώσεις αυτές, αναδεικνύεται και ο πολύπτυχος ρόλος των εκκλησιαστικών λειτουργών, όπως και το γεγονός ότι η Βουλγαρική Εξαρχία δεν δίσταζε να παίρνει επίσημα θέση σε θέματα πολιτικοκοινωνικού ενδιαφέροντος. Ήταν ξεκάθαρες οι απόψεις της Εκκλησίας αναφορικά με την δράση των Σέρβων στις «τέως γιουγκοσλαβικές επαρχίες», όπως ήταν έκδηλη η ικανοποίησή της για την συμβολή των Γερμανών στην «εθνική απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης».

Έτσι, δεν εξέλειπαν οι φωτογραφίες ιερέων στα εφημεριδογραφικά μέσα, οι οποίοι εμφανίζονταν να χαιρετούν το πλήθος με τον χαρακτηριστικό ναζιστικό χαιρετισμό,[10] παρότι η Εκκλησία δεν συμμερίστηκε τις χιτλερικές θέσεις επί του εβραϊκού ζητήματος.[11]

Παρατηρούμε, συνεπώς, ότι τόσο η βουλγαρική πολιτική ηγεσία, όσο και η εκκλησιαστική, είχαν προβεί σε λογικούς συμβιβασμούς προκειμένου να υποστηρίξουν την συνεργασία με τον Άξονα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε βασικά ζητήματα ιδεολογικής χροιάς υπήρχαν χάσματα.

Παράμετρος που ήταν ευκόλως αντιληπτή και σε εξωτερικούς παρατηρητές της εποχής, οι οποίοι την είχαν καταγράψει σε συναφείς εκθέσεις.[12] Από τα πεπραγμένα της Ιεράς Συνόδου της 12ης Ιουνίου 1941, παραδίδονται επιπλέον ενδιαφέροντα στοιχεία, για τα οποία αξίζει να γίνει ειδική μνεία. Καταρχάς, ο Μητροπολίτης Αχρίδας-Μοναστηρίου, Φιλάρετος, αναφέρθηκε στην υποστήριξη που παρείχαν ντόπιοι «αληθινοί Βούλγαροι» στους εκπροσώπους της Εξαρχίας. Σύμφωνα με τον Φιλάρετο, οι Βούλγαροι αποτελούσαν σημαντική μερίδα του πληθυσμού.

Ο Μητροπολίτης Σκοπίων-Βέλες, Σωφρόνιος, αντίθετα, είχε να διαχειριστεί το υψηλό ποσοστό Σέρβων ιερέων στην πλειοψηφία των ενοριών της περιφέρειάς του. Έτσι, κατά το πρώτο διάστημα της θητείας του είχε επιφορτιστεί με το έργο της απομάκρυνσης των Σέρβων ιερέων και αντικατάστασης αυτών με Βούλγαρους.

Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Σκοπίων-Βέλες, οι Σέρβοι μητροπολίτες, αρχιερείς και ιερείς, υποχρεώνονταν να μετακινηθούν στις υπό γερμανική διοίκηση σερβικές επαρχίες, αφήνοντας τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία τους πίσω. Ωστόσο, δεν πέρασε το σύνολο αυτών στην Βουλγαρική Εξαρχία, αφού σε αρκετές περιπτώσεις οι Γερμανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι τα επέταξαν για λογαριασμό τους ή λαφυραγώγησαν έναντι των περιουσιών των Σέρβων.[13]

Ο Μητροπολίτης Σκοπίων-Βέλες, τέλος, επιφορτίστηκε με την προσπάθεια τοποθέτησης Βούλγαρων ιερέων και στις υπό ιταλική Κατοχή περιοχές της Γιουγκοσλαβία, όπου, όπως παραδέχτηκε, κυριαρχούσε το αλβανικό στοιχείο. Το ζήτημα αυτό δεν ήταν απλό, και η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν άμεσα εξαρτώμενη από τις προσωπικές επαφές με τους κατά τόπους αρμόδιους Ιταλούς αξιωματούχους.

Για τον Σωφρόνιο, προείχε η απομάκρυνση των Σέρβων, στόχος τον οποίο σε σημαντικό βαθμό κατόρθωσε να τον καταστήσει πράξη μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων (στο Τέτοβο, π.χ. «τοποθετήθηκε ένας Μαυροβούνιος – και όχι Σέρβος – ιερέας» όπως υπερτονίζει).[14] Κοινό στοιχείο στις δηλώσεις του Μητροπολίτη Αχρίδας-Μοναστηρίου, Φιλάρετου, και του Μητροπολίτη Σκοπίων-Βέλες, Σωφρόνιου, συνιστά η παραδοχή ότι η Βουλγαρία δεν είχε την απόλυτη κυριαρχία επί των κατεχόμενων περιοχών. Από τα λεγόμενά τους διαφαίνεται ότι τα γερμανικά στρατεύματα είχαν τελικά τον πρώτο λόγο και ότι η προώθηση των εθνικών στόχων ήταν θέμα διαπραγμάτευσης και αμοιβαίων υποχωρήσεων

. Ωστόσο, στον στρατευμένο πολιτικά τύπο, η κυριαρχία του βουλγαρικού κράτους επί των «νέων επαρχιών» ήταν αδιαμφισβήτητη και απόλυτη. Τέλος, βάσει των αναφορών των δύο Μητροπολιτών προς τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, αναπροσδιορίστηκαν οι προκλήσεις και επικαιροποιήθηκαν οι στρατηγικοί στόχοι της Βουλγαρικής Εξαρχίας στις κατεχόμενες περιοχές, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι ακόλουθοι: «1.

Στην επαρχία Σκοπίων – Βέλες και, πιθανότατα, στις επαρχίες Αχρίδας – Μοναστηρίου και Στρώμνιτσας – Σερρών, υπάρχουν πολλοί νέοι ιερείς, οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους στο Μοναστήρι και στο Κάρλοβιτς, όπου διδάχτηκαν το σερβικό τυπικό. Αυτοί με δυσκολία ομιλούν βουλγαρικά, ακόμα και εάν έχουν βουλγαρική καταγωγή. Αδυνατούν ακόμη να αναγνώσουν την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, προτείνουμε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου όπως σχεδιάσουν και υλοποιήσουν ειδικά προγράμματα κατάρτισης, που να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες αυτής της κατηγορίας των ιερωμένων. Τα προγράμματα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε στην Σόφια, είτε σε άλλη βουλγαρική πόλη, και κρίνεται σκόπιμο να λάβουν χώρα άμεσα, ιδανικά εντός του καλοκαιριού».[15]

Ως πρώτο ζήτημα προς διευθέτηση, λοιπόν, τέθηκε η επιμόρφωση των Βούλγαρων ιερέων των «νεοαποκτηθεισών επαρχιών». Προκειμένου οι ιερείς αυτοί να είναι σε θέση να προσαρμοστούν ομαλά στην νέα τάξη πραγμάτων, έπρεπε εκτός από τη συμμετοχή σε σεμινάρια εκκλησιαστικού περιεχομένου, να επιμορφωθούν και γλωσσικά, για να μπορέσουν κατά αυτόν τον τρόπο να ιερουργήσουν στην βουλγαρική γλώσσα.

Η τέλεση της θείας λειτουργίας στη βουλγαρική από ιερείς που ήταν γνώριμοι στους κατοίκους θα εξυπηρετούσε έναν διττό σκοπό. Από τη μια θα επισπευδόταν η εκκλησιαστική ενοποίηση, και από την άλλη οι ιερείς θα λειτουργούσαν ως παράδειγμα προς μίμηση για το ποίμνιο.

Η σπουδή της βουλγαρικής γλώσσας από αυτούς, με άλλα λόγια, θα ενθάρρυνε τους κατοίκους των «προσφάτως απελευθερωθέντων εδαφών» να συμμετάσχουν σε σεμινάρια βουλγαρικής γλώσσας για ενήλικες που πραγματοποιούνταν από καθηγητές που είχαν μετατεθεί από την «παλαιά» Βουλγαρία.

Έτσι, θα πραγματωνόταν και η γλωσσική ενοποίηση. Εκτός από μαθήματα γλώσσας, οι ιερείς έπρεπε να διδαχθούν το βουλγαρικό τυπικό και εορτολόγιο, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα νέα τους καθήκοντα.[16] Ανάλογου χαρακτήρα σεμινάρια πραγματοποιήθηκαν σε περιοδική βάση για το σύνολο των επαγγελματιών της δημόσιας διοίκησης, όπως καθηγητές, διοικητικοί υπάλληλοι, Δήμαρχοι κλ. π., αλλά και για δημοσιογράφους. Τα σεμινάρια αυτά οργανώνονταν καθ’ όλην την διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής και προβάλλονταν αρκετά από τον Τύπο.[17]

Ταυτόχρονα, όμως με τη συμμετοχή σε προγράμματα γλώσσας και επιμόρφωσης, κρίθηκε σκόπιμη η συγκέντρωση και διάθεση στους ιερείς των «νέων επαρχιών» βουλγαρικών εκκλησιαστικών βιβλίων. Ειδική μέριμνα ζητήθηκε από την έκτακτη Ιερά Σύνοδο να επιδείξει στους Βούλγαρους ιερείς, οι οποίοι υπέστησαν τα δεινά της παλαιάς σερβικής εκκλησιαστικής διοίκησης στις κατεχόμενες γιουγκοσλαβικές περιοχές: «2. Η Ιερά Σύνοδος καλείται να επιδείξει πατερική φροντίδα και άμεσα να μεριμνήσει για την αποστολή εκκλησιαστικών, απολογητικών και επιστημονικών συγγραμμάτων. 3. Υπάρχουν αρκετοί ιερείς, οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί από την υπηρεσία τους από την τέως σερβική εκκλησιαστική αρχή, με φυσική απόρροια να μην προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην ενορία τους και να αποστερηθούν του μηνιαίου μισθού τους.

Κατά την εποχή της τέως σερβικής εκκλησιαστικής αρχής, κανένας από αυτούς τους Βούλγαρους ιερείς δεν έλαβε την παραμικρή βοήθεια. Καλούμε, λοιπόν, την Ιερά Σύνοδο να εξετάσει το ενδεχόμενο να τους προσφέρει οικονομική βοήθεια με την διάθεση συγκεκριμένων κεφαλαίων από το εκκλησιαστικό ταμείο».[18] Στο ίδιο έγγραφο τίθενται και ζητήματα που αφορούσαν τις μεικτές οικογένειες Βούλγαρων και Σέρβων και τη δυνατότητα παραμονής τους στις προσφάτως απελευθερωθείσες περιοχές.

Πτυχή που αναδεικνύει και την ανθρώπινη πλευρά στα γεγονότα:  «4. Η Ιερά Σύνοδος καλείται να πάρει θέση στο ζήτημα της παράνομης παραμονής ιερέων στις νεοαπαλευθερωθείσες περιοχές. Οι ιερείς αυτοί, οι οποίοι υπηρέτησαν στην τέως Γιουγκοσλαβία, υποστηρίζουν ότι παραμένουν για να είναι μαζί με τις συζύγους τους. Για να αποδείξουν τα λεγόμενά τους προσκομίζουν βεβαιώσεις γάμου υπογεγραμμένες από πρώην Σέρβους αρχιερείς. [..] 6. Η Ιερά Σύνοδος καλείται να αποσαφηνίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριζόμαστε αιτήματα διάλυσης γάμου Βούλγαρων γυναικών με Σέρβους.

Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει με σαφήνεια να προσδιορίζονται οι παράμετροι ανάληψης της κηδεμονίας στην περίπτωση που υπάρχουν τέκνα από τέτοιους μεικτούς γάμους».[19] Τέλος, το έγγραφο ολοκληρώνεται με την καταγραφή ειδικών διαχειριστικών θεμάτων των Μητροπόλεων που έχριζαν διευθέτησης, καθώς και το ζήτημα αναπροσαρμογής του πλαισίου πώλησης κεριών στην Επαρχία Σκοπίων, «η διακίνηση του οποίου κατά την περίοδο του σερβικού καθεστώτος» ήταν ελεύθερη.[20]

τις 4 Ιουνίου 1941, πραγματοποιήθηκε νέα Ιερά Σύνοδος, στην διάρκεια της οποίας – και μεταξύ άλλων – συζητήθηκε η κατάσταση που επικρατούσε στην Ιερά Μητρόπολις Στρώμνιτσας-Δράμας.

Ο αρμόδιος Μητροπολίτης, όπως έπραξαν οι Μητροπολίτες Αχρίδας-Μοναστηρίου και του Σκοπίων-Βέλες, αναφέρθηκε εκτεταμένα σε ζητήματα διαχείρισης των νέων ενοριών, όπως και στους κατοίκους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους «ήταν βουλγαρικής καταγωγής», σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ενώ αντίθετα «οι Σέρβοι ήταν ελάχιστοι». Η Σύνοδος αυτή ολοκληρώθηκε στις 17 Ιουνίου 1941, με τους συμμετέχοντες να συμφωνούν στην αναγκαιότητα άμεσης κάλυψης των κενών θέσεων ιερωμένων.[21]

Μετά το πέρας και της δεύτερης Ιεράς Συνόδου, η ιεραρχία της Βουλγαρικής Εξαρχίας προχώρησε στην σύνταξη ενός πρωτόκολλου με το οποίο προσέβλεπε στη διευθέτηση βασικών θεμάτων που οι Μητροπολίτες είχαν αναδείξει.[22] Προπαγανδιστικές δράσεις των Βούλγαρων ιερέων

Με την τακτοποίηση των διοικητικών και λοιπών εκκρεμοτήτων, οι Βούλγαροι ιερωμένοι στις κατεχόμενες περιοχές επιδόθηκαν στη συστηματική προώθηση της εικόνας της Εξαρχίας στους κατοίκους. Αρκετοί από αυτούς τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς είχαν συχνή παρουσία στα βουλγαρικά έντυπα μέσα και ενεργό συμμετοχή σε πολιτικού, πολιτιστικού, κοινωνικού και αθλητικού χαρακτήρα εκδηλώσεις. Η ανάπτυξη σχέσεων με τους κατά περιοχές πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες και η διαρκής παρουσία σε επίσημες συναντήσεις είχε ως γνώμονα την ενίσχυση της προσπάθειας εμπέδωσης της εκκλησιαστικής ενοποίησης και  αποδοχής της νέας κατάστασης.

Ειδικότερα, οι Επικεφαλής των νεοσυσταθεισών Μητροπόλεων πραγματοποιούσαν συχνά περιοδείες στις πόλεις και στα χωριά που είχαν υπαχθεί υπό την δικαιοδοσία τους, ενώ φρόντιζαν να εορτάζονταν με λαμπρότητα σημαντικές επέτειοι και θρησκευτικές εορτές.

Συχνά οι Μητροπολίτες πραγματοποιούσαν τις περιοδείες τους από κοινού με πολιτικά πρόσωπα. Τέλος, ο εθνικός ρόλος ιστορικών προσωπικοτήτων της βουλγαρικής Εξαρχίας προβαλλόταν στα φύλλα των εφημερίδων.[23]

Ακόμη η Βουλγαρική Εξαρχία προέβαινε στην οργάνωση πολιτιστικών δράσεων (όπως για παράδειγμα εκθέσεων ιστορικών θρησκευτικών εικόνων).[24] Τέτοιες δράσεις είχαν συχνά την υποστήριξη Βούλγαρων εκπαιδευτικών στα κατεχόμενα εδάφη, οι οποίοι μεταξύ άλλων οργάνωναν εκπαιδευτικές εκδρομές σε γνωστά μοναστήρια της «παλαιάς» Βουλγαρίας (ειδικά στο Μοναστήρι της Ρίλα, το οποίο είναι το μεγαλύτερο και πλέον φημισμένο Μοναστήρι της Βουλγαρίας).

Αξίζει να επισημανθεί ότι οι εκδρομές αυτές προβλέπονταν στο πρόγραμμα σπουδών που είχε καταρτίσει το αρμόδιο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας.[25] Την εικόνα της Εξαρχίας προωθούσαν και οι βουλγαρικές οργανώσεις, ειδικά αυτές που εξέδιδαν εφημερίδες. Στην Iliustratšija Ilinden, λ.χ., υπήρχαν συχνά αφιερώματα σε κληρικούς που συμμετείχαν στον «αγώνα απελευθέρωσης των μακεδονικών εδαφών»,[26] ενώ ήταν αναπόσπαστη η συμμετοχή των ιερωμένων σε ανάλογες εκδηλώσεις μνήμης Βούλγαρων ιστορικών προσωπικοτήτων.[27]

Συχνά ήταν και τα αφιερώματα σε δημοφιλείς αγίους της βουλγαρικής Εξαρχίας, ειδικά του Παϊσίου.[28]

Ενώ δεν απουσίαζαν, τέλος, άρθρα εξαρχικών ιερέων στον Τύπο, τα οποία είχαν διδακτικό[29] ή εθνικιστικό χαρακτήρα, όπως το ακόλουθο άρθρο του ιερέα Κυρίλ Κρ. Λίλιν στην εφημερίδα «Μπελομόρσκα Μπαλγκάρια» της Ξάνθης: «Με τη δύναμη του αιώνιου δικαίου, η Βουλγαρία δεν έμεινε λησμονημένη, όπως ήθελαν οι προαιώνιοι εχθροί της. Τα εδάφη της που της τα αφαίρεσαν στο Νεϊγύ, ήρθε ο καιρός πάλι να της επιστραφούν. Εκ νέου ακούγονται τα μελωδικά βουλγαρικά τραγούδια από τα όμορφα κορίτσια της Θράκης, της Δοβρουτσάς και της Μακεδονίας.

Εκ νέου ακούγεται η εύηχη βουλγαρική λαλιά από την καταπράσινη Αχρίδα ως το Δούναβη και από το ηλιόλουστο Μπαλτσίκ ως τα ήσυχα νερά του Αιγαίου».[30] Εκτός από τα άρθρα στον τύπο, οι Βούλγαροι ιερείς διακινούσαν στην περιοχή της Ξάνθης και ένα προπαγανδιστικό έντυπο θρησκευτικού περιεχομένου.[31]

Συγκεντρωτικά, ο ρόλος της Βουλγαρικής Εξαρχίας κατά την περίοδο της Κατοχής ήταν πολύπτυχος και άμεσα συνδεδεμένος με τους κυβερνητικούς στόχους.

Στο πλαίσιο αυτό, οι Βούλγαροι κληρικοί προέβησαν σε προπαγανδιστικές δράσεις και είχαν συμμετοχή σε πράξεις καταστρατήγησης των δικαιωμάτων των πολιτών των κατεχόμενων περιοχών.

Για την ενίσχυση της δράσης τους, η βουλγαρική εκκλησιαστική ηγεσία διέθεσε σημαντικά ποσά, τα οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μόνο στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ανήλθαν στο ποσό των είκοσι δύο εκατομμυρίων Λέβα.

Το ποσό αυτό διατέθηκε για την κάλυψη του κόστους των μισθών, και δεν αφορά τα λοιπά λειτουργικά έξοδα των βουλγαρικών Μητροπόλεων.[32]

*Η Άννα Μπατζέλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ

[1] ДА – Ловеч (Κρατικά Αρχεία – Λόβετς), фонд 122К, опис 1, а.е. 295, Επιστολή του Μητροπολίτη Στρώμνιτσας-Δράμας, Βόρις, προς τον Μητροπολίτη Αχρίδας-Μοναστηρίου, Φιλάρετο (Λόβετς, 14 Μαΐου 1941). [2] Държавен вестник (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), 10 Ιουνίου 1942. [3] Ξανθίππη, Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη (Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής 2002), σ. 148-149· Σ. Σφέτας, Εισαγωγή στην Βαλκανική Ιστορία, Από τον Μεσοπόλεμο στην Λήξη του Ψυχρού Πολέμου (1919-1989) (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2011), τ. Β, σ. 218-219. [4] ДА – Ловеч (Κρατικά Αρχεία – Λόβετς), фонд 122К, опис 1, а.е. 257, Οδηγία της Ιεράς Συνόδου προς τον Μητροπολίτη Λόβετς Φιλάρετο σχετικά με τα κριτήρια πρόσληψης Γιουγκοσλάβων, Ελλήνων και άλλων ιερέων μη βουλγαρικής καταγωγής στις νεοαπελευθερωθείσες επαρχίες (Σόφια, 12 Ιουνίου 1942) (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα). [5] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 6, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποδελτιωμένες τις προφορικές αναφορές των Μητροπολιτών Σκοπίων-Βέλες και Αχρίδας-Μοναστηρίου, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στις Μητροπόλεις τους (Σόφια, 12 Ιουνίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 66-76 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα) [6] Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, «Η Ελληνική Εκκλησία στην Ανατ. Μακεδονία και τη Θράκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής», σ. 71, 78-79 στο Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002. [7] ЦДА (Κεντρικά Κρατικά Αρχεία Βουλγαρίας), фонд 160К, опис 4, а.е. 62, Επιστολή της Καθολικής Ανατολικής Μητρόπολης στην Σόφια προς το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων και Θρησκευμάτων σχετικά με τον αριθμό των πιστών της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας στις νεοπροσαρτηθείσες επαρχίες (Σόφια, 26 Μαΐου 1941). [8] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 6, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποδελτιωμένες τις προφορικές αναφορές των Μητροπολιτών Σκοπίων-Βέλες και Αχρίδας-Μοναστηρίου, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στις Μητροπόλεις τους (Σόφια, 12 Ιουνίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 68. [9] Αυτόθι. [10] Εφημερίδα Целокупна България, 14 Οκτωβρίου 1941. [11] Για την στάση της Εξαρχίας επί του εβραϊκού ζητήματος, βλ. αναλυτικά την ακόλουθη συλλογή εγγράφωνАлбена Танева, Иванка Гезенко (επιμ.), Протоколи на Светия синод на Българската православна църква по еврейския въпрос – 1940-1944, Σόφια 2002. [12] Y. Stefanidis, «Greece, Bulgaria and the approaching tragedy, 1938-1941», Balkan Studies 32/2 (1991), σ. 298-υποσημ. 13. [13] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 6, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποδελτιωμένες τις προφορικές αναφορές των Μητροπολιτών Σκοπίων-Βέλες και Αχρίδας-Μοναστηρίου, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στις Μητροπόλεις τους (Σόφια, 12 Ιουνίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 69-71. [14] Αυτόθι. [15] Αυτόθι, σ. 75. [16] Ας σημειωθεί ότι τα σεμινάρια αυτά έχαιραν προβολής στον τύπο, βλ. π. χ. Целокупна България, 25 Δεκεμβρίου 1941. [17] Ενδεικτικά, βλ. τις εφημερίδες Врачанско слово, 12 Ιανουαρίου 1942, Пелистерско ехо, 2 Ιανουαρίου 1943. [18] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 6, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποδελτιωμένες τις προφορικές αναφορές των Μητροπολιτών Σκοπίων-Βέλες και Αχρίδας-Μοναστηρίου, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στις Μητροπόλεις τους (Σόφια, 12 Ιουνίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 75. [19] Αυτόθι. [20] Αυτόθι, σ. 75-76. [21] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 8, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποδελτιωμένη την προφορική αναφορά του Μητροπολίτη Στρώμνιτσας-Δράμας, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην Μητρόπολη του (Σόφια, 17 Ιουνίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 77-79. [22] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 10, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την διοίκηση των νέων Μητροπόλεων, το καθεστώς εργασίας και το μισθολογικό ζήτημα των ιερέων των ενοριών (Σόφια, 20 Ιουνίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 80-83. [23] Εφημερίδα Целокупна България, 17 Σεπτεμβρίου 1941, 26 Σεπτεμβρίου 1941,9 Δεκεμβρίου 1941, 16 Δεκεμβρίου 1941, 18 Δεκεμβρίου 1941. [24] Εφημερίδα Целокупна България, 9 Δεκεμβρίου 1941. [25] Училищен преглед (Σχολική Επιθεώρηση [περιοδική έκδοση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας], XL 6 (1941), σ. 874-885· Училищен преглед, XL 7 (1941),  σ. 913-915. [26] Ενδεικτικά βλ. έντυπο Илюстрация Илинден, Φεβρουάριος 1942, σ. 13. [27] Илюстрация Илинден, Μάιος – Ιούνιος 1943, σ. 11-15. [28] Περιοδικό Македония, Φεβρουάριος 1943. [29] Εφημερίδα Нива, 5 Ιουνίου 1941· Целокупна България, 31 Δεκεμβρίου 1941. [30] Παρατίθεται στο Ξανθίππη, Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπ. π., (Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής 2002), σ. 79-80. [31] Αυτόθι, σ. 80. [32] Αναφορά της Ιεράς Συνόδου προς το Υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με τις δαπάνες που πραγματοποίησε στην Μακεδονία κατά την περίοδο 1941-1944 (Σόφια, 20 Ιουλίου 1945), Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 456-457.

Πηγή : www.paratiritis-news.gr [ https://www.paratiritis-news.gr/istoria/i-voulgariki-katochi-stin-anatoliki-makedonia-kai-stin-thraki-1941-1944-2/ ]


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑